Σάββατο 19 Αυγούστου 2017

Marathon

Είναι περίπου 4 το πρωί, υγρασία 70% και πίσω από το τελευταίο αυτοκίνητο νομίζεις πως πέρασε ένα κοπάδι από τσιπούρες. 28 βαθμοί Κελσίου κι η αίσθηση της ατμόσφαιρας τόσο βρώμικη, σαν όλοι οι κάτοικοι της πόλης να πέταξαν τα σκατά της ψυχής τους έξω,  σκατά που κυκλοφορούν αδέσποτα στον αέρα και κολλάνε πάνω σου. Για πάντα.

Το δωμάτιο είναι υπερβολικά λευκό και κρύο ακόμα και για εξόριστο Ρώσο στη Σιβηρία. Λευκοί τοίχοι, λευκό κρεβάτι, λευκά σεντόνια. Θερμοκρασία εσωτερικού χώρου : 18 γαμημένοι βαθμοί. Ακόμα πιο μέσα, κάτω από το μηδέν. Φυσικά δε θες να είσαι σε αυτό το λευκό κελί, αλλά ξέρεις πως εσύ το διάλεξες. Αν ήξερες μόνο. Εύχεσαι το μπάνιο να έχει ζωγραφισμένες πούτσες στον τοίχο, έτσι για να σπάσει η παγωνιά. Φυσικά δεν έχει και σκέφτεσαι να ζωγραφίσεις μερικές ώστε ο επόμενος που θα πατήσει το πόδι του εκεί να νιώσει πως κατουράει στο CGBG. Μέσα σε αυτό τον παγετώνα σκέφτεσαι χαμόγελα, φωτεινά βλέμματα, σκοτάδια και δάκρυα, όλα κουβάρι. Θα το ξετυλίξεις, άλλα θα κρατήσεις κι άλλα θα πετάξεις. Το οφείλεις, αύριο έχεις να τρέξεις αγώνα. Μαραθώνιο.


Κλικ. Μαύρο. Άβυσσος. Κι αυτή η φωνή, σπασμένη σου υπενθυμίζει πως ήδη κάνεις προπόνηση. Έχεις αγώνα και ξεκινάει αύριο. Μαραθώνιο. Μην ξεχάσεις να βάλεις τα καλά σου παπούτσια.


Δευτέρα 29 Μαΐου 2017

Το ποδήλατο και το κουνέλι


Τα πιο ωραία έρχονται πάντα όταν δεν τα περιμένεις. Δηλαδή εκεί που κάθεσαι μόνος, μετράς την ώρα για να έρθει το τραίνο, σε μια ξένη πόλη που κάποτε δεν ήταν, νιώθεις πως θα αρρωστήσεις αλλά επιμένεις με ένα κουτάκι μπίρα κι ένα τσιγάρο στο χέρι, περνάει ένας γέρος καβάλα σε ένα penny-farthing (ξέρω πως βαριέσαι να ψάχνεις, δες), χαμογελαστός, χαρούμενος σαν παιδί, με τη μαγκούρα του περασμένη στην πλάτη.

Κι εσύ δεν το πιστεύεις, κοιτάς τη μπίρα και προσπαθείς να θυμηθείς πόσες ήπιες και πόσο αθώο από νομικής απόψεως είναι το τσιγάρο σου, κλείνεις τα μάτια κι όταν τα ξανανοίγεις ο τύπος είναι ακόμα εκεί (οκ ρε όχι ακριβώς στο ίδιο σημείο). Κοιτάς το γαλήνιο βλέμμα που έχει αράξει πάνω από το ήρεμο χαμόγελο και τη συμπαθή, ψιλομεγάλη, μύτη και κάτω από τα αραιά μαλλιά του.

Το βλέμμα αγαπητέ αναγνώστη, η μόνη αλήθεια που μπορεί κάποιος να πει. Σηκώνεις τις ασπίδες σου, αλεξιθυμικός, αλεξίλογος,  οχυρωμένος, ψυχρός κι απόμακρος αλλά τα μάτια είναι το πιο αγνό όργανο του ανθρωπίνου σώματος. Τα μάτια μας πρέπει να τα προσέχουμε και τα γυαλιά ηλίου είναι μόνο το πρώτο βήμα.

Παίζεις το αγαπημένο σου παιχνίδι. Φαντάζεσαι τι έζησε στα 80 χρόνια του, τη δουλειά του και τη ρουτίνα του, το σπίτι του, τις αγάπες του και τέλος αφήνεις το πιο επικίνδυνο, φαντάζεσαι το συναίσθημα του και την ψυχή του την ίδια. Τον βλέπεις μικρό παιδί, νιώθεις τη χαρά του όταν έπαιζε με την αδερφή του, την αμηχανία του όταν αντίκρυσε για πρώτη φορά γαϊδούρι (literally), τα δάκρυά του όταν ένιωσε πρώτη φορά πόνο. Νιώθεις τον πρώτο του έρωτα και τον τελευταίο του, τη συγκίνηση όταν έβαλε το φιόγκο στο κεφάλι της πρώτης του κόρης. Επανέρχεσαι στην πραγματικότητα και τώρα πια τον ξέρεις τόσο βαθειά που μένει μόνο ένα αναπάντητο ερώτημα. Που σκατά βρήκε αυτό το ποδήλατο?

Ο γέρος λοιπόν βλέπει (προφανώς, γέρος είναι όχι τυφλός) το τεράστιο θαυμαστικό που έχει σχηματιστεί από το κεφάλι σου και κάνει ένα νεύμα που πριν προλάβεις να ανταποδώσεις αντιλαμβάνεσαι πως ξοπίσω τρέχει λαχανιασμένο ένα κουνέλι και λες δε γίνεται, δεν έχω πάρει LSD, άλλωστε το κουνέλι δεν είναι πολύχρωμο, και θες να του φωνάξεις "ΜΗΝ ΑΥΤΟΚΤΟΝΗΣΕΙΣ" αλλά κανένας πια δε θα καταλάβει το αστείο σου όπως και κανένας μάλλον δε θα διαβάσει καταλάβει αυτό το κείμενο όσο κι αν το θέλεις. Και για μια απειροελάχιστη και μαγική στιγμή το κουνέλι σε κοιτάει κι αυτό, το φωτογραφίζεις στο μυαλό σου κι είσαι σίγουρος πως αυτό το κουνέλι θέλει να ζήσει. Κι όταν ακούγεται αχνά ένα κουδούνι ποδηλάτου γελάς, "γεια σου ρε παππού" λες, έχει πλάκα η ζωή αλλά όχι χαχα πλάκα.



Παρασκευή 13 Ιανουαρίου 2017

Δύο τραγούδια

Το μόνο που δεν περίμενα για το αποψινό βράδυ ήταν να κάτσω και να γράψω. Αλλά ακούγοντας το St Andrews Fall των Blind Melon και το Redhead των Songs Ohia δεν άντεξα άλλο.

Το πρώτο κρύβει μια αδιανόητη ιστορία, η μπάντα παίζει στον ομώνυμο συναυλιακό χώρο και στο τέλος του gig μια κοπέλα είναι σε κάποιον μεγάλο σε νούμερο όροφο κι είναι έτοιμη να πέσει. Μερικοί σοκάρονται και μερικοί φωνάζουν "JUMP". Γαμώ το Χριστό μου σε τι άρρωστο σκατοκόσμο ζούμε. Και μια κοπέλα που δεν τον αντέχει πια γίνεται βορά στα λυσσασμένα σαγόνια όσων την έφεραν εκεί. Και αν κάνεις μια μικρή προσπάθεια να φανταστείς τη μικρή, ασήμαντη, κοινή και ταυτόχρονα τεράστια, σπουδαία, μοναδική ζωή της μπορεί και να τρελαθείς αγαπητέ αναγνώστη. Μπορείς να φανταστείς τι σκέφτεται και τι νιώθει? Ε λοιπόν εγώ μπορώ κι αυτό με κάνει επώδυνα ευαίσθητο κι επώδυνα σκληρό ταυτόχρονα. Και κάθε φορά που ακούω το δεύτερο μισό του τραγουδιού σιγουρεύομαι πως το έπιασε και ο δημιουργός του καθώς έγραψε κάτι που αν είχαμε καθόλου νιονιό θα το είχαμε σαν εθνικό ύμνο. Ή καλύτερα σαν προσευχή, να τη λένε οι μαθητές το πρωί πριν ξεκινήσουν μάθημα και τα μικρά παιδιά πριν κοιμηθούνε.

I can't tell you how many ways that I've sat,
And viewed my life today, but I can tell you
I don't think that I can find easier way
So if I see you walking hand in hand in hand
With a three armed man, you know I'll understand

But you should have been in my shoes yesterday


Κι αν σε δω να περπατάς χέρι-χέρι με τον άντρα με τα τρία χέρια, να ξέρεις θα καταλάβω, αλλά έπρεπε να ήσουν στη θέση μου χθες. Κι αν σου μένει ψυχή να συνεχίσεις συγχαρητήρια, είσαι ένα μικρό κτήνος, σαν κι εμένα, σαν κι όλους.



Κι εγώ γιατί γράφω σήμερα? Γιατί άκουσα ένα ακόμα τραγούδι είπαμε, το Redhead. Αλλά σήμερα δε θα μιλήσω για τον δημιουργό του, για αυτόν θα γράψω ένα σεντόνι την επόμενη φορά. Θα γράψω για τον ακροατή, που κι αυτός με τη σειρά του αν είχε καθόλου νιονιό θα άκουγε τον πρώτο.  Για όλες τις νύχτες που κερδίσαμε επαξίως το μετάλλιο της αποτυχίας, για την μοναδική κοκκινομάλλα στην ζωή του καθενός μας, ξεκινώντας με τίποτα και καταλήγοντας με κάτι λιγότερο. Γιατί κάποτε έρχεται μια νύχτα που η κοκκινομάλλα θα προτιμήσει να μην είναι με εμάς αλλά με κάποιον άλλο. Κι αυτό οφείλουμε να το ξέρουμε και να φροντίσουμε αυτή η νύχτα να μην έρθει ποτέ. Κι όταν έρθει θα είναι η απόδειξη της αποτυχίας μας. Κι ας υποθέτουμε ότι δε μας απέρριψε. Αλλά το μοναδικό κόκκινο δίπλα μου σήμερα είναι το κρασί μου. Ίσως και το αίμα μου αλλά νομίζω πως απόψε αυτό είναι μαύρο όσο κρασί κι αν πιω, κοκκινομάλλα μου.



Και πραγματικά εύχομαι το παραπάνω κείμενο να μην το διαβάσει κανένας, ποτέ.

PS. Το επόμενο πρωί έμαθα πως το χθεσινό βράδυ ήταν το πιο κρύο των τελευταίων 65 ετών. Όντως ήταν, των τελευταίων 35 σίγουρα.