Δευτέρα 29 Μαΐου 2017

Το ποδήλατο και το κουνέλι


Τα πιο ωραία έρχονται πάντα όταν δεν τα περιμένεις. Δηλαδή εκεί που κάθεσαι μόνος, μετράς την ώρα για να έρθει το τραίνο, σε μια ξένη πόλη που κάποτε δεν ήταν, νιώθεις πως θα αρρωστήσεις αλλά επιμένεις με ένα κουτάκι μπίρα κι ένα τσιγάρο στο χέρι, περνάει ένας γέρος καβάλα σε ένα penny-farthing (ξέρω πως βαριέσαι να ψάχνεις, δες), χαμογελαστός, χαρούμενος σαν παιδί, με τη μαγκούρα του περασμένη στην πλάτη.

Κι εσύ δεν το πιστεύεις, κοιτάς τη μπίρα και προσπαθείς να θυμηθείς πόσες ήπιες και πόσο αθώο από νομικής απόψεως είναι το τσιγάρο σου, κλείνεις τα μάτια κι όταν τα ξανανοίγεις ο τύπος είναι ακόμα εκεί (οκ ρε όχι ακριβώς στο ίδιο σημείο). Κοιτάς το γαλήνιο βλέμμα που έχει αράξει πάνω από το ήρεμο χαμόγελο και τη συμπαθή, ψιλομεγάλη, μύτη και κάτω από τα αραιά μαλλιά του.

Το βλέμμα αγαπητέ αναγνώστη, η μόνη αλήθεια που μπορεί κάποιος να πει. Σηκώνεις τις ασπίδες σου, αλεξιθυμικός, αλεξίλογος,  οχυρωμένος, ψυχρός κι απόμακρος αλλά τα μάτια είναι το πιο αγνό όργανο του ανθρωπίνου σώματος. Τα μάτια μας πρέπει να τα προσέχουμε και τα γυαλιά ηλίου είναι μόνο το πρώτο βήμα.

Παίζεις το αγαπημένο σου παιχνίδι. Φαντάζεσαι τι έζησε στα 80 χρόνια του, τη δουλειά του και τη ρουτίνα του, το σπίτι του, τις αγάπες του και τέλος αφήνεις το πιο επικίνδυνο, φαντάζεσαι το συναίσθημα του και την ψυχή του την ίδια. Τον βλέπεις μικρό παιδί, νιώθεις τη χαρά του όταν έπαιζε με την αδερφή του, την αμηχανία του όταν αντίκρυσε για πρώτη φορά γαϊδούρι (literally), τα δάκρυά του όταν ένιωσε πρώτη φορά πόνο. Νιώθεις τον πρώτο του έρωτα και τον τελευταίο του, τη συγκίνηση όταν έβαλε το φιόγκο στο κεφάλι της πρώτης του κόρης. Επανέρχεσαι στην πραγματικότητα και τώρα πια τον ξέρεις τόσο βαθειά που μένει μόνο ένα αναπάντητο ερώτημα. Που σκατά βρήκε αυτό το ποδήλατο?

Ο γέρος λοιπόν βλέπει (προφανώς, γέρος είναι όχι τυφλός) το τεράστιο θαυμαστικό που έχει σχηματιστεί από το κεφάλι σου και κάνει ένα νεύμα που πριν προλάβεις να ανταποδώσεις αντιλαμβάνεσαι πως ξοπίσω τρέχει λαχανιασμένο ένα κουνέλι και λες δε γίνεται, δεν έχω πάρει LSD, άλλωστε το κουνέλι δεν είναι πολύχρωμο, και θες να του φωνάξεις "ΜΗΝ ΑΥΤΟΚΤΟΝΗΣΕΙΣ" αλλά κανένας πια δε θα καταλάβει το αστείο σου όπως και κανένας μάλλον δε θα διαβάσει καταλάβει αυτό το κείμενο όσο κι αν το θέλεις. Και για μια απειροελάχιστη και μαγική στιγμή το κουνέλι σε κοιτάει κι αυτό, το φωτογραφίζεις στο μυαλό σου κι είσαι σίγουρος πως αυτό το κουνέλι θέλει να ζήσει. Κι όταν ακούγεται αχνά ένα κουδούνι ποδηλάτου γελάς, "γεια σου ρε παππού" λες, έχει πλάκα η ζωή αλλά όχι χαχα πλάκα.