Είναι περίπου 4 το πρωί, υγρασία 70% και πίσω από το
τελευταίο αυτοκίνητο νομίζεις πως πέρασε ένα κοπάδι από τσιπούρες. 28 βαθμοί Κελσίου
κι η αίσθηση της ατμόσφαιρας τόσο βρώμικη, σαν όλοι οι κάτοικοι της πόλης να πέταξαν τα σκατά της ψυχής τους έξω, σκατά που κυκλοφορούν αδέσποτα στον αέρα και κολλάνε πάνω σου. Για πάντα.
Το δωμάτιο είναι υπερβολικά λευκό και κρύο ακόμα και για εξόριστο Ρώσο στη
Σιβηρία. Λευκοί τοίχοι, λευκό κρεβάτι, λευκά σεντόνια. Θερμοκρασία εσωτερικού
χώρου : 18 γαμημένοι βαθμοί. Ακόμα πιο μέσα, κάτω από το μηδέν. Φυσικά δε θες να είσαι σε αυτό το λευκό κελί, αλλά ξέρεις πως εσύ το διάλεξες. Αν ήξερες μόνο. Εύχεσαι το
μπάνιο να έχει ζωγραφισμένες πούτσες στον τοίχο, έτσι για να σπάσει η παγωνιά.
Φυσικά δεν έχει και σκέφτεσαι να ζωγραφίσεις μερικές ώστε ο επόμενος που θα
πατήσει το πόδι του εκεί να νιώσει πως κατουράει στο CGBG. Μέσα σε αυτό
τον παγετώνα σκέφτεσαι χαμόγελα, φωτεινά βλέμματα, σκοτάδια και δάκρυα, όλα
κουβάρι. Θα το ξετυλίξεις, άλλα θα κρατήσεις κι άλλα θα πετάξεις. Το οφείλεις,
αύριο έχεις να τρέξεις αγώνα. Μαραθώνιο.
Κλικ. Μαύρο. Άβυσσος. Κι αυτή η φωνή, σπασμένη σου υπενθυμίζει πως ήδη κάνεις προπόνηση. Έχεις αγώνα και ξεκινάει αύριο. Μαραθώνιο. Μην ξεχάσεις να βάλεις τα καλά σου παπούτσια.